- ἀφθάρτου
- ἄφθαρτοςuncorruptedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… … Deutsch Wikipedia
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek